Πώς θα τελειώσει η κρίση στην Ευρωζώνη; Πώς θα μπορούσε η Ευρωζώνη να περάσει από την κρίση στη σταθερότητα; Για να απαντήσουμε το ερώτημα, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τρεις διαστάσεις του προβλήματος: πού πηγαίνει η Ευρωζώνη, πού θέλουν οι Γερμανοί να πάει και πού πρέπει να πάει…
Η σημερινή κατάσταση της Ευρωζώνης είναι απογοητευτικά σαφής. Ορισμένα κράτη μέλη, δύο εκ των οποίων μεγάλα – η Ιταλία και η Ισπανία – είτε δεν μπορούν είτε είναι στα πρόθυρα του να μην μπορούν να διαχειριστούν το δημόσιο χρέος τους χωρίς βοήθεια. Το μεγαλύτερο μέρος του χρέους αυτού βρίσκεται στις τράπεζες τους, εκ των οποίων πολλές έχουν υποστεί σοβαρά πλήγματα, ιδίως σε χώρες που είχαν μεγάλες φούσκες στην αγορά ακινήτων, μεγάλα δημόσια ελλείμματα ή και τα δύο. Οι κυβερνήσεις με αδύναμο αξιόχρεο νιώθουν υποχρεωμένες να σώσουν τα ευαίσθητα τραπεζικά τους συστήματα, που με τη σειρά τους καλούνται να χρηματοδοτήσουν τις κυβερνήσεις οι οποίες προσπαθούν να τα στηρίξουν. Δηλαδή οι μεθυσμένοι προσπαθούν να σταθούν όρθιοι ακουμπώντας ο ένας στον άλλον.
Από τις κυβερνήσεις αυτές ζητείται επίσης η επιβολή δημοσιονομικής λιτότητας στη στιγμή που ο ιδιωτικός τομέας υποχωρεί. Η λιτότητα αποδυναμώνει περισσότερο και τις οικονομίες και τις τράπεζες. Κι αυτό με τη σειρά του αυξάνει την ανεργία και μειώνει τα κρατικά έσοδα, κάνοντας τη λιτότητα μη αποτελεσματική. Εν τω μεταξύ, η αδύναμη ζήτηση στον πυρήνα επιδεινώνει την οικονομική αδυναμία στην περιφέρεια αντί να την αντισταθμίζει.
Με τις τράπεζες προβληματικές, την ιδιωτική ζήτηση κατεστραμμένη, την κρατική ζήτηση να συρρικνώνεται και την εξωτερική ζήτηση αδύναμη, οι ευάλωτες οικονομίες θα έχουν μικρότερη παραγωγή και υψηλότερη ανεργία για τα επόμενα 2-3 χρόνια. Η ανταμοιβή για το σημερινό κόστος είναι το αυριανό κόστος.
Είτε ‘σωθεί’ η Ελλάδα είτε όχι, είναι για την ώρα δύσκολο να πιστέψουμε ότι η σημερινή Ευρωζώνη θα βγει ζωντανή από όλα αυτά, ιδίως όταν το βασικό επιχείρημα υπέρ της – για οικονομική και χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση – σήμερα καταστρέφεται. Οι επιχειρήσεις και ειδικά οι τράπεζες, μαζεύουν όλο και περισσότερο ενεργητικά και παθητικά ανά χώρα. Μόνο οι πολύ γενναίες επιχειρήσεις θα σχεδιάσουν σήμερα παραγωγή με την πεποίθηση ότι το συναλλαγματικό ρίσκο έχει εξαλειφθεί. Και με όλο και μεγαλύτερο μερίδιο διακρατικού κινδύνου να αναλαμβάνεται πλέον από την ΕΚΤ, ο δρόμος για τη διάρρηξη της Ευρωζώνης όλο και ανοίγει.
Όλα αυτά μοιάζουν σαν αδιάκοπο ταξίδι μέσα τη νύχτα. Ίσως πάρουν βδομάδες, μήνες ή και χρόνια. Αλλά η κατεύθυνση, δυστυχώς, γίνεται όλο και πιο καθαρή.
Ας δούμε τώρα το δεύτερο ζήτημα: πώς θέλει η Γερμανία να οργανώσει την Ευρωζώνη;
Πώς θα κατανοούσαμε τις θέσεις της γερμανικής κυβέρνησης και των νομισματικών αρχών; Όχι σε ομόλογα της Ευρωζώνης, όχι σε αύξηση των κεφαλαίων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, όχι σε κοινή στήριξη του τραπεζικού συστήματος, όχι στις αποκλίσεις από τη δημοσιονομική λιτότητα, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της Γερμανίας, όχι σε νομισματική χρηματοδότηση των κυβερνήσεων, όχι στη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής της Ευρωζώνης και όχι σε μια ισχυρή πιστωτική έκρηξη μέσα στη Γερμανία. Η πιστώτρια χώρα, στα χέρια της οποίας βρίσκεται η δύναμη μέσα στην κρίση, λέει τουλάχιστον επτά ‘όχι’.
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς πώς ακριβώς φαντάζονται οι Γερμανοί πολιτικοί ότι θα σταματήσουν τον κατήφορο της Ευρωζώνης. Θα μπορούσαμε να κάνουμε δύο υποθέσεις. Η πρώτη είναι ότι δεν πιστεύουν ότι θα τον σταματήσουν. Περιμένουν συνεπώς ότι η ζωή σε ορισμένες ευάλωτες οικονομίες θα γίνει τόσο δύσκολη που θα φύγουν εθελοντικά, περιορίζοντας έτσι την Ευρωζώνη σε έναν πυρήνα με κοινό τρόπο σκέψης και περιορίζοντας τους κινδύνους για τη νομισματική και δημοσιονομική σταθερότητα της ίδιας της Γερμανίας από τυχόν πιέσεις για τη διάσωση των ευάλωτων οικονομιών. Η δεύτερη είναι ότι οι Γερμανοί πραγματικά πιστεύουν ότι αυτές οι στρατηγικές θα έχουν αποτελέσματα. Μια πιθανότητα είναι οι αδύναμες χώρες να υποστούν τόσο μεγάλη εσωτερική υποτίμηση ώστε να περάσουν σε εξωτερικά πλεονάσματα με τον υπόλοιπο κόσμο, αποκαθιστώντας την οικονομική δραστηριότητα. Μια άλλη πιθανότητα είναι ο συνδυασμός των δραστικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με το ξεπούλημα ενεργητικών να προσελκύσει ένα κύμα άμεσων ξένων επενδύσεων. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών βραχυπρόθεσμα και να προκαλέσει νέα οικονομική δραστηριότητα μακροπρόθεσμα.
Ίσως οι Γερμανοί πολιτικοί και οικονομικοί ηγέτες να πιστεύουν ότι χρειάζεται είτε σκληρή προσαρμογή είτε ταχεία αποχώρηση. Και ότι ο λεγόμενος ‘ηθικός κίνδυνος’ θα περιοριστεί και η έκθεση της Γερμανίας θα περιοριστεί, ό,τι κι αν γίνει τελικά.
Ωστόσο η επιλογή της ‘εξόδου των αδυνάτων’ μοιάζει πολύ ριψοκίνδυνη και η επιλογή της ‘οδυνηρής προσαρμογής με ξεπούλημα’ τόσο απίθανη που μας οδηγούν στο ζήτημα της εξόδου. Συν τοις άλλοις, τα ρίσκα δεν αφορούν μόνο τις αδύναμες χώρες. Η Γερμανία στέλνει μόλις 5% των εξαγωγών της στην Κίνα σε σχέση με το 42% που στέλνει στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, κι αυτό το ποσοστό θα μπορούσε να μειωθεί με κατάρρευση. Ό,τι έχει ήδη γίνει έχει κιόλας εξασθενήσει την εξαρτώμενη από τις εξαγωγές οικονομία της: στο πρώτο τρίμηνο του 2012 το γερμανικό ΑΕΠ ήταν μόλις κατά 1% υψηλότερο από ό,τι πριν 4 χρόνια. Πέρα από τους στενά ορισμένους οικονομικούς κινδύνους που θα προκύψουν από το ‘δίχως επιστροφή’ σχέδιο του ευρώ, θα υπάρξει και μόνιμη πολιτική ζημιά για τους οικονομικούς ηγεμόνες της Ευρωζώνης.
Με δυο λόγια, η Ευρωζώνη βρίσκεται στο δρόμο προς τη διάλυση και η Γερμανία δεν επιδεικνύει καμιά βούληση να το αλλάξει. Όχι επειδή δεν γίνεται να σκεφτεί κανείς εναλλακτικές λύσεις. Το μόνο που θα έπρεπε να κάνει είναι να αλλάξει μερικά ‘όχι’ σε ‘ναι’: αύξηση της χρηματοδότησης, κατά προτίμηση με κάποιο ευρωομόλογο, συλλογική στήριξη των τραπεζών, λιγότερη δημοσιονομική σύσφιξη, πιο επεκτατική νομισματική πολιτική και ισχυρότερη γερμανική ζήτηση. Αυτές οι αλλαγές δεν θα εξασφάλιζαν την επιτυχία. Θα έδιναν όμως στην Ευρωζώνη έστω μια ευκαιρία να αποφύγει το κόστος της μερικής ή και ολικής διάρρηξης. Για να αποδώσουν μακροπρόθεσμα, αυτές οι αλλαγές θα απαιτούσαν επίσης μεγαλύτερη πολιτική ενοποίηση.
Τον Οκτώβριο του 1939 ο Τσόρτσιλ έλεγε: ‘Δεν μπορώ να σας κάνω προβλέψεις για τις κινήσεις της Ρωσίας. Είναι ένας γρίφος τυλιγμένος στο μυστήριο, μέσα σε ένα αίνιγμα. Αλλά ίσως υπάρχει ένα κλειδί. Αυτό το κλειδί είναι το ρωσικό εθνικό συμφέρον’.
Το κλειδί στη σημερινή Ευρώπη είναι η αντίληψη της Γερμανίας για το εθνικό της συμφέρον. Όταν γίνει πασιφανές ότι οι όροι τους δεν αποδίδουν, οι Γερμανοί ηγέτες θα πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στο ναυάγιο και την αλλαγή πορείας. Δεν γνωρίζουμε τι θα διαλέξει η Γερμανία. Δεν γνωρίζουμε καν αν οι ηγέτες της γνωρίζουν. Αλλά από αυτήν την απόφαση κρέμεται η τύχη της Ευρώπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιο σας και πατήστε "Δημοσίευση σχολίου" παρακάτω. Αν θέλετε να γυρίσετε πίσω στο blog ακολουθήστε τον σύνδεσμο.
<<Επιστροφή στο blog